-
1 ἀπο-θλίβω
ἀπο-θλίβω, ausdrücken, ὕδωρ ἐκ χαίτης Anacr. 31, 22; οἶνον ἐκ βοτρύων D. Sic. 3, 62; verdrängen, τῆς οἰκείας χώρας Luc. Iud. Voc. 2; abdrücken, τὰ κράσπεδα Diphil. bei Ath. VII, 292 c.
-
2 πολλοστός
A far on in the ordinal series first, second, third, etc., π. ὢν Συρακοσίων καὶ τῷ γένει καὶ τῇ δόξῃ, i. e. far from the most eminent of the Syracusans, Isoc.5.65; κίνησις.. δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῖν αὐτὴν πολλοστὴν τοσούτων, i.e. infinitely less important, Pl.Lg. 896b; πότερον.. τὰ σκληρότατα.. ἢ.. τὰ πολλοστὰ σκληρότητι; things far down in descending order of hardness, Id.Phlb. 44e; αἱ π. ἡδοναί, opp. αἱ ἀκρόταται καὶ σφοδρόταται, ibid. Adv., δευτέρως καὶ -στῶς λέγοιντ' ἄν much less properly, opp. κυρίως, Arist.EN 1176a29; [ὑγείας] πρώτως μὲν θεοί, δευτέρως δὲ ἢ καὶ π. ἄνθρωποι μεταλαμβάνουσιν Herm. in Phdr.p.90
A.; but τὸ π. εἰπεῖν using many alternative names for the same thing, D.H.Rh.11.9.2 with ἀπό, remote, τρίται καὶ π. ἀπὸ [τῆς Νυκτός] Herm. in Phdr.p.144 A.;ἀπὸ τῆς δημιουργίας Iamb. Myst.3.28
;ἀπὸ τῆς οἰκείας ἀρχῆς Procl.Inst. 110
; ἀπὸ τῶν θεῶν, ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς μονάδος, ib. 119, 181.3 π. μέρος or μόριον, a fraction with one for numerator and with a large denominator, i. e. a small fraction,π. τι μέρος And.2.8
, cf. X.Mem.4.6.7;π. μόριον Th.6.86
: freq. with a neg.,οὐδὲ [τὸ] π. μέρος Lys.14.46
, cf. Is.1.34;μηδὲ πολλοστὸν ἐξευρίσκειν τινῶν Phld.Rh.1.210S.
4 of Time, π. ἔτει in the last of many years, i.e. after many years, Cratin.Jun.9; π. χρόνῳ after a very long time, Ar. Pax 559, D.24.196, 57.18, Men.329.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλοστός
-
3 ηδη
I.1) ужеἤ. τρίτον ἐστὴν ἔτος Hom. — вот уже третий год;
ἤ. ὥρα ἀπιέναι Plat. — уже пора уходить;εὐτυχοῦσι οἱ μὲν τάχ΄, οι δ΄ ἐσαῦθις, οἱ δ΄ ἤ. Eur. — одни будут вскоре счастливы, другие - попозднее, третьи же счастливы уже теперь;ἤ. πάλαι Soph. — уже давно (= с давнего времени);τότ ἤ. Aesch. — уже тогда;νῦν ἤ. ἴσχειν οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων Soph. — теперь уже я не могу удержать своих слез2) теперь, сейчас, в ближайшее времяἀπελθόντες ἤ. αἱρεῖσθε οἱ δεόμενοι ἄρχοντας Xen. — когда вы теперь уйдете, выберите себе недостающих (у вас) начальников;
νῦν ἤ. διηγησόμεθα Xen. — теперь мы расскажем3) с (э)того времени, с этих порταῦτ΄ ἤ. ἐστὴν αὐτὰ τἀληθῆ Plat. — отныне это уже (будет) верно;
τοτηνίκ΄ ἤ. Soph. — тогда наконец (лишь тогда)4) сейчас же, тут же, немедленноοὐ τάχ΄, ἀλλ΄ ἤ. Arph. — не скоро, а немедленно, сейчас же;
τὸ ἤ. κολάζειν Xen. — немедленное наказывание5) непосредственно, сразу жеἀπὸ Ἴστρου αὕτη ἤ. ἀρχαίη Σκυθική ἐστιν Her. — сразу же за Истром начинается древняя Скифия;
πρὸς πόντον ἤ. Σαρωνικόν Eur. — у самого Саронского залива6) ( в рассуждениях) ведь, ибо, в самом (ведь) делеἤ. γὰρ ἂν οὐσίαν ἢ μέ οὐσίαν αὐτῷ προστίθεσθαι Plat. — ведь тогда (пришлось бы) приписывать ему (сущему) бытие или небытие;
οὐ μόνον - ἀλλ΄ ἤ. Xen. — не только - но (ведь) и7) с superl. и compar. бесспорно, можно сказатьμέγιστος ἤ. διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας Thuc. — самое, можно сказать, дальнее плавание;
τὸν ἐγὼ ἤ. εἶδον λόγου μέζω Her. — я видел его (т.е. лабиринт у Меридского озера, и нашел, что) он, конечно, превосходит то, что о нем говоритсяII. -
4 ἐκτοπίζω
A remove from a place, PTeb.38.18 (ii B.C., [voice] Pass.), etc.; ἐ. ἑαυτούς take themselves off, Arist.Mir. 842b12, Plb.1.74.7, LXX 2 Ma. 8.13; ἐκτετοπισμένα remote regions, Str.3.4.19; Ὅμηρος ἐκτοπίζει τὸν Ἰάσονος πλοῦν Sch.Pi.P.4.370, cf. Max.Tyr.14.2; ἄνθρωποι -τετοπισμένοι τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης outside the bounds of our world, Procl.in Cra.p.74P.2 metaph., ἐ. εἰς μῦθον pervert into a fable, Str.4.1.7.II intr., take oneself from a place, go abroad, like ἀποδημέω, οἱ ἐκτοπίζοντες τύραννοι ἀπὸ τῆς οἰκείας Arist.Pol. 1314b9, etc.; of birds of passage and fish, to migrate, Id.HA 600a14.2 metaph., of a speaker, travel far, Id.Rh. 1414b28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτοπίζω
-
5 εκτοπιζω
1) (тж. ἐ. ἑαυτόν Arst., Polyb.) уходить, переходить, переселяться(ἀπὸ τῆς οἰκείας и εἰς τὸν Πόντον Arst.)
2) покидать, оставлять(τι Plut., Diog.L.)
3) ( в речи) отступать от темы, отклоняться Arst. -
6 διάπλοος
I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers. 382.II as Subst., [full] διάπλους, ὁ, a voyage across, passage,πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93
;ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάπλοος
-
7 ἀποξενόω
A drive from house and home: generally, estrange, banish from,εἰς βαρβάρους τινὰ τῆς Ἑλλάδος Plu.2.857e
, cf. Id.Alex.69; drive into exile,τινά Id.Phil.13
:— [voice] Pass., live away from home,φυγὰς ἀπεξενοῦτο S.El. 777
;γῆς ἀπεξενωμένοι E.Hec. 1221
; of troops on service,ἀ. ἔξω τῆς οἰκείας Arist.Pol. 1270a2
; ἑτέρωσε ἀ. migrate to some other place, Pl.Lg. 708b: generally, alienate oneself from, be averse from,τινός D.S.3.47
, cf. Luc. Dom.2.4 [voice] Med., disguise oneself, LXX3 Ki.14.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποξενόω
-
8 αποξενοω
1) отправлять в изгнание, изгонять(τινα τῆς πατρίδος Plut.; ἔξω τῆς οἰκείας Arst.; γῆς πατρῴας ἀποξενοῦσθαι Eur.)
τῆς αὐτῶν ἀποξενωθέντες Plut. — изгнанные из своего отечества2) делать чуждымἀ. ἑαυτόν τινος Luc. — чуждаться чего-л.
-
9 αποθλιβω
1) выжимать, выдавливать(ὕδωρ ἔκ χαίτης Anacr.; ἐκ βοτρύων οἶνον Diod.)
2) оттеснять(τὸ αἶμα Arst.; τῆς οἰκείας χώρας Luc.; τὸν ἀέρα Plut.)
См. также в других словарях:
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
επεκτείνω — (AM ἐπεκτείνω) [εκτείνω] αυξάνω σε έκταση ή σε αριθμό («επεκτείνει τον κύκλο τών συνεργατών του», «με τη συνθήκη επεκτάθηκαν τα όρια τού κράτους») αρχ. 1. τεντώνω 2. αναπτύσσω 3. εξαπλώνομαι 4. διευρύνω 5. μετατρέπω βραχύχρονο φωνήεν σε… … Dictionary of Greek
υπηκοότητα — η, Ν (νομ.) ο νομικός δεσμός που συνδέει ορισμένο πρόσωπο με ορισμένο κράτος, έτσι ώστε το πρόσωπο να θεωρείται τού συνόλου λαός, που υποστασιοποιεί το κράτος, και πολίτης τής οικείας πολιτείας («έχει ελληνική υπηκοότητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπήκοος … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek